ῥῑνός

ῥῑνός
ῥίς, ῥῑνός
Grammatical information: f.
Meaning: `nose', of man and animal, pl. ῥῖνες `nostrils, nose' (Il.).
Other forms: late also ῥί̄ν
Compounds: Compp.; e.g. ῥιν-ηλατέω `to seek out with the nose, to trace' (A.; cf. on ἐλαύνω), εὔ-ρις, -ρινος `having a good nose, examining keenly' (A., S.), also εὔ-ριν-ο-ς `id.' (late); on the 2. member extens. Sommer Nominalkomp. 87ff.
Derivatives: ῥινία pl. `nostrils' (Arist.), ῥινάω `to lead by the nose' (com.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Formation like ἴς, θίς; cf. Schwyzer 570 n. 2. No etymology. Arbitrary hypotheses noted in Bq, Hofmann Et. Wb., WP. 1, 140. As arbitrary Hamp Glotta 38, 209 ff.: to OIr. srōn `nose' a.o. The word has replaced the old designation of the nose, Lat. nārēs, nāsus etc. -- The word may well be Pre-Greek.
Page in Frisk: 2,659

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • υστερ(ι)νός, -ή, -ό — και στερνός, ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έρχεται ή γίνεται κατόπι, ο επόμενος, ο ακόλουθος, ο κατοπινός: Καλά στερνά (καλά γεράματα). 2. έσχατος, τελευταίος, ύστατος: Άκουσέ με για στερνή φορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγαλι(α)νός — ή, ό σιγανός, αργοκίνητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαύνος — η, ο / χαῡνος, αύνη, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. (για πρόσ.) πνευματικά νωθρός, αποκοιμισμένος, αποβλακωμένος 2. (για πνευματικές ή ψυχικές καταστάσεις) άτονος, χαλαρός (α. «σε μια προσήλωση ως κρατεί χαύνο το πνεύμα», Μαλακ. β. «σύμπασιν δ ὑμῑν… …   Dictionary of Greek

  • РУССКИЙ УКАЗАТЕЛЬ СТАТЕЙ — Абант Άβας Danaus Абанты Άβαντες Абарис Άβαρις Абдера Abdera Абдулонома Абдул Abdulonymus Абелла Abella Абеллинум Abellinum Абеона Abeona Абидос или Абид… …   Реальный словарь классических древностей

  • ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… …   Dictionary of Greek

  • αλής — ἁλής, ὲς (Α) συναθροισμένος, συγκεντρωμένος, αθρόος το ουδέτερο ἁλέα ως επίρρ. αθρόα, συγκεντρωτικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ιωνικός τύπος επιθέτου, συνώνυμος με το αττ. ἁθρόος*. Μορφολογικά το επίθ. είναι συγγενές με το αιολ. ἀολλής «συναθροισμένος… …   Dictionary of Greek

  • ζωντανός — ή, ό (Μ ζωντανός, ή, όν) αυτός που βρίσκεται στη ζωή, ο έμψυχος νεοελλ. 1. μτφ. ζωηρός, δραστήριος, ενεργητικός 2. (για εικόνα, περιγραφή ή αφήγηση) παραστατικός, εναργής, ζωηρός («ζωντανή περιγραφή») 3. (για κρέας ή ψάρι) νωπός, πολύ φρέσκος… …   Dictionary of Greek

  • πτηνός — ή, ό(ν) ΜΑ, θηλ. και ός, και δωρ. τ. πτανός, ά, όν, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να πετά, ο φτερωτός (α. «Διὸς δὲ τοι πτηνὸς κύων, δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ. β. «θηροβολοῡντα πτηνοῑς ἰοῑς», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτηνόν ζωολ. βλ. πτηνό… …   Dictionary of Greek

  • σεμνός — ή, ό / σεμνός, ή, όν, ΝΜΑ σοβαρός, ευπρεπής, κόσμιος (α. «είναι σεμνός και συνετός νέος» β. «διακόνους ὡσαύτως σεμνούς, μὴ διλόγους», ΚΔ) νεοελλ. 1. συνεσταλμένος, ντροπαλός 2. συνετός, μετριόφρονας μσν. νέος, νεαρός, μικρός (ἅμα τῆς ἑαυτοῡ… …   Dictionary of Greek

  • στυγώ — έω, Α 1. αποστρέφομαι κάποιον πολύ και τό δείχνω, σε αντιδιαστολή προς το μισώ, που δηλώνει απλώς το συναίσθημα τής αντιπάθειας χωρίς την έμπρακτη έκφρασή της 2. καθιστώ κάτι μισητό ή επίφοβο 3. (με απρμφ.) αποφεύγω ή φοβάμαι να πράξω κάτι.… …   Dictionary of Greek

  • φαεινός — ή, ό / φαεινός, ή, όν, ΝΜΑ, και δωρ. και αττ. τ. φαεννός και αττ. τ. φανός, και αιολ. τ. φάεννος, Α 1. φωτεινός, λαμπερός («ἀστέρα φαεινότατον», Πρόδρ.) 2. λαμπρός, έξοχος, θαυμάσιος («φαεινή ιδέα») νεοελλ. φρ. «ηλίου φαεινότερον» λέγεται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”